νεροκανάτα

νεροκανάτα
η
1. επιτραπέζιο σκεύος για νερό, υδροδοχείο.
2. μτφ., άνθρωπος που πίνει πολύ νερό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νεροκανάτα — η, και νεροκάνατο, το 1. κανάτα νερού, επιτραπέζιο δοχείο νερού 2. αυτός που πίνει πολύ νερό …   Dictionary of Greek

  • νερ(ο)- — (Μ νερ[ο] ) α συνθετικό πολλών μεσαιωνικών και νεοελληνικών λέξεων που αναφέρονται στο νερό: α) ως μέσο (πρβλ. νερό βραστος, νερο μπογιά, νερόκρασο) β) ως περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. νερο χελώνα, νερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”